Κατά το άρθρο δε 176 Κ.Πολ.Δικ., ο διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώνει τα έξοδα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων καθιερώνεται η αρχή της ήττας. Επομένως, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, αφού η ρύθμιση των δικαστικών εξόδων ανατέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 248/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 476/2017, ΜονΕφΑθ 118/2018 ό.π. ΜονΕφΠειρ 672/2015 ό.π.).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, «το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.”. Συνεπώς, ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, λόγω της συζυγικής σχέσεως των διαδίκων, απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι σύζυγοι είναι αδιάφορο αν συμβιούν ή είναι σε διάσταση. Έως την έκδοση δε αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου χωρεί συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων, αφού οι διάδικοι διατηρούν την ιδιότητα του συζύγου, η οποία πρέπει να υπάρχει κατά την έκδοση της απόφασης, που καθορίζεται η δικαστική δαπάνη. Επομένως, και στις δίκες διαζυγίου χωρεί συμψηφισμός, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 179 Κ.Πολ.Δ. Εξάλλου, η εκτίμηση για το συμψηφισμό ή όχι της δικαστικής δαπάνης για τις αναφερόμενες στην προαναφερθείσα διάταξη περιπτώσεις καταλείπεται στην ελεύθερη και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Μπορεί, όμως, να αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης, εφόσον όμως ασκείται έφεση και για την ουσία της υπόθεσης (βλ. σχ. Βαθρακοκοίλη Β. Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. υπό άρθρο 179, παρ. 4 και 6 σελ. 1032, ΑΠ 99/2019 ό.π., ΑΠ 636/2002 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 118/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 672/2015 ό.π., ΤρΕφΠειραιώς 400/2019).