Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της έκθεσης – 306 ΠΚ

  • Post category:Άρθρα
Print Friendly, PDF & Email

Κατά το άρθρο 306 παρ. 1 Π.Κ. «Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος υπαίτια τραυμάτισε, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών». Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του ΠΚ «αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, β) θάνατο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.

Από τη διάταξη της παρ. 1 προκύπτει, ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης, το οποίο είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, συγκροτείται με δύο τρόπους: α) με την έκθεση άλλου, έτσι ώστε να καταστεί αυτός αβοήθητος (έκθεση σε στενή έννοια) και β) με την άφεση αβοήθητου του προσώπου που βρίσκεται υπό την προστασία του δράστη. Η έννοια των φράσεων του νόμου “καθιστά αβοήθητο”, “αφήνει αβοήθητο” σημαίνει ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις δημιουργείται κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου. Ειδικότερα, ο πρώτος τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της έκθεσης σε στενή έννοια, υπάρχει, όταν με θετική ενέργεια (ή παράλειψη), το θύμα μεταφέρεται από μία σχετικά ασφαλή θέση σε μία ανασφαλή, χωρίς να απαιτείται τοπική μετακίνηση του θύματος, και έτσι εκτίθεται σε κίνδυνο η ζωή και η υγεία του ( Ν. Ανδρουλάκης Ειδικό Μέρος Ποινικού Δικαίου 1974 σελ. 68 ). Η αβοήθητη θέση, στην οποία περιάγεται το θύμα, συνίσταται στη δημιουργία όρων με τους οποίους αρχίζει μια αυτοδύναμη διαδικασία που θα οδηγήσει σε βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής ή της υγείας, αν δεν ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο. Επομένως είναι αδιάφορο, εάν το θύμα τελικά διασωθεί με την παρέμβαση τρίτων ή από τύχη. Και τούτο, γιατί στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, στα οποία εντάσσεται και η έκθεση, η συμπεριφορά του δράστη εξαντλείται στην πρόκληση του κινδύνου και δεν συνδέεται με την επέλευση της βλάβης. Απαιτείται, ακόμη, να συντρέχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος, ο οποίος θεωρείται ότι υπάρχει, όταν μπορούμε να φανταστούμε ότι, αν δεν ελάμβανε χώρα η ενέργεια του δράστη ή δεν παραλειπόταν η επιβεβλημένη ενέργειά του, τότε το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα, δηλαδή η κατάσταση κινδύνου, στη μεν έκθεση σε στενή έννοια, δεν θα επερχόταν, στην δε έκθεση σε ευρεία έννοια, η οποία τελείται με παράλειψη, η υπάρχουσα ήδη κατάσταση κινδύνου, θα εξαλειφόταν (ΑΠ 1599/2006, ΑΠ 65/2007).

Για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκθεσης, απαιτείται να έχει ο δράστης δόλο (έστω και ενδεχόμενο) δηλαδή αυτός να γνωρίζει, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι ο παθών, στην πρώτη περίπτωση (έκθεση σε στενή έννοια) περιάγεται με την ενέργειά του σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του, στη δεύτερη δε περίπτωση, ότι ο παθών βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του και να θέλει ή αποδέχεται, στην πρώτη περίπτωση να προβεί στην ενέργεια (ή την παράλειψη) από την οποία δημιουργείται η ως άνω κατάσταση κινδύνου, στη δεύτερη δε περίπτωση, να παραλείψει να προβεί στη λυτρωτική για τον παθόντα ενέργεια, οσάκις ο δράστης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος (Α.Π. 1503/2002 , ΑΠ 332/2000) . Στην διακεκριμένη περίπτωση της παρ. 2 της έκθεσης απαιτείται δόλος έστω και ενδεχόμενος για το βασικό έγκλημα και αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης που επήλθε ( ΑΠ 1371/2006 , ΑΠ 300/98 , ΑΠ 717/97 ). Για την συνδρομή του ενδεχόμενου δόλου στην επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος της έκθεσης πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο του δράστη και να αιτιολογείται: α) η πρόβλεψη του βαρύτερου αποτελέσματος (γνωστικό στοιχείο) και β) η αποδοχή του αποτελέσματος (βουλητικό στοιχείο) που μπορεί να συνάγεται από την πολύ μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης του βαρύτερου αποτελέσματος που επήλθε και τελικά το επιδοκίμασαν και το αποδέχθηκαν (ΑΠ 65/2007 , ΑΠ 1371/2006). Εξάλλου, κατά το άρθρο 28 του Π.Κ., η αμέλεια διακρίνεται σε ενσυνείδητη και μη συνειδητή. Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης, λόγω μη καταβολής της προσήκουσας προσοχής, προβλέπει μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί, διότι είτε ελπίζει (ενσυνείδητη αμέλεια α’ βαθμού ), είτε πιστεύει (ενσυνείδητη αμέλεια β’ βαθμού) ότι δεν θα επέλθει (ΑΠ 630/2005, ΑΠ 963/2006, ΑΠ 2057/2001, ΑΠ 1519/1987 , ΑΠ1222/2010).