Με τις διατάξεις των άρ. 21 έως 25 του Ν. 4285/2014 τροποποιήθηκαν οι αντίστοιχες διατάξεις των άρ. 1 έως 5 του Ν. 927/1979 και μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η απόφαση-πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008 «για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου» (EE L 328/6.12.2008, σ. 55), η οποία βασίζεται στην προϊσχύσασα Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στα άρ. 29, 31 και 34 παρ. 2 στοιχ. β` (ήδη άρ. 67 παρ. 3 και 83 ΣυνθΛΕΕ). Πριν από αυτήν, είχε προηγηθεί η κοινή δράση του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1996 σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στη βάση του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ε.Ε. (EE L 185/24.7.1996, σ. 5).
Με τον παραπάνω νόμο, ο Έλληνας νομοθέτης, σε συμμόρφωση με τις επιταγές του Ενωσιακού νομοθέτη, επιχείρησε να δημιουργήσει ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο, ώστε με επάρκεια, πληρότητα και αποτελεσματικότητα να αντιμετωπισθούν οι σοβαρές μορφές εκδηλώσεων ρατσιστικών και ξενόφοβων συμπεριφορών, καθώς και των εγκλημάτων που τελούνται με τέτοια κίνητρα, καλύπτοντας συγκεκριμένες και ειδικότερες πτυχές του θέματος, εισάγοντας νομικά μέσα προστασίας και προβλέποντας αναλογικές και αποτελεσματικές κυρώσεις[1].
Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία είναι φαινόμενα που αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι κοινές στα κράτη μέλη (άρθρο 2 ΣΕΕ)[2]. Με τον ρατσιστικό λόγο τραυματίζεται υπερατομικά η κανονιστική θωράκιση της υπαρξιακής ασφάλειας του προσώπου, που μια δημοκρατική έννομη τάξη οφείλει να προστατεύει κατ` εξοχήν[3]. Τούτο, διότι η δημόσια εκδήλωση ρατσιστικών συμπεριφορών συνιστούν παρεκβατικές πράξεις φυλετικών και άλλων διακρίσεων που αναπαράγουν και ενισχύουν τις ανισότητες επί τη βάσει των διακρίσεων αυτών, αλλά και επικαλούνται κανόνες και αρχές που νομιμοποιούν τέτοιου είδους συμπεριφορές και έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζονται η προσωπική ελευθερία, τα συμμετοχικά δικαιώματα και η ειρηνική συμβίωση των ομάδων και των θιγόμενων προσώπων[4].
Ενόψει αυτών, η καταπολέμηση των ιδιαίτερα σοβαρών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας του ρατσισμού με τα μέσα του ποινικού δικαίου, ώστε να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, τόσο κατά των φυσικών προσώπων τα οποία διαπράττουν τέτοια εγκλήματα όσο και κατά των νομικών προσώπων που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτά, και ειδικότερα η κοινή προσέγγιση του ποινικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για αυτό το φαινόμενο, ώστε να εξασφαλισθεί ότι η ίδια συμπεριφορά αποτελεί ποινικό αδίκημα σε όλα τα κράτη μέλη, κρίθηκε απαραίτητη, για το λόγο ότι οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές εκδηλώσεις συνιστούν απειλή για τις ομάδες και τα πρόσωπα που γίνονται στόχος τους και προκειμένου να προωθηθεί η πλήρης και ουσιαστική δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και να αντιμετωπισθούν ορισμένες δυσκολίες που αφορούσαν αυτή[5].
Ειδικότερα, η συμπλήρωση του προϊσχύσαντος Ν. 927/1979 κρίθηκε αναγκαία από τον Έλληνα νομοθέτη, εν όψει των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας κατά τη μετάβασή της σε μια ανοιχτή κοινωνία, όπου η ισότιμη προστασία όλων των ατόμων, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, προβάλλει ως πρωταρχική υποχρέωση του κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο σεβασμό και στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων που αποτελούν θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το ανωτέρω άρ. 2 αυτής και κατοχυρώνονται στα άρ. 2 και 5 παρ. 2 Συντ. αντίστοιχα και σε πολλά διεθνή κείμενα και συμβάσεις, όπως λ.χ. στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε. (άρ. 1 και 2), στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και στο όμοιο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (αντίστοιχα άρ. 2), στη Διεθνή Σύμβαση «περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων» της 7.3.1966 (ν.δ. 494/1970), στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (άρ. 14) και στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρ. 21 και 22)[6].
Βάσει των ανωτέρω, προκύπτουν οι εξής παραδοχές: α) καμία άποψη βασιζόμενη επί φυλετικών διαφοροποιήσεων, είτε αυτή παρουσιάζεται ως απλή έκφραση γνώμης είτε ως επιστημονικό πόρισμα, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά, είναι καταδικαστέα, κοινωνικά άδικα και επικίνδυνη και δεν είναι ανεκτή από τη διεθνή και την εσωτερική δικαιοταξία και, επομένως, η υποστήριξη, η επίκληση, η διάδοση και η ανάπτυξη τέτοιων θέσεων ή απόψεων εκφεύγει σαφώς από την ελευθερία του λόγου ή την ακαδημαϊκή ελευθερία και είναι τιμωρητέα, όπως και ότι β) η καταπολέμηση με ποινικά μέσα της διάδοσης ιδεών που βασίζονται σε τέτοιες ιδέες, της παρότρυνσης σε φυλετικές διακρίσεις και πράξεις βίας λόγω φυλετικών διακρίσεων, όπως και η κάθε είδους συμμετοχή σε τέτοιες δραστηριότητες είναι όχι μόνο θεμιτή επιλογή των κρατών, αλλά και υπερέχουσα υποχρέωσή τους βάσει της διεθνούς δικαιοταξίας. Μάλιστα, δεν αρκεί για τους σκοπούς του άρ. 4 της ανωτέρω Σύμβασης τα κράτη να ποινικοποιήσουν τέτοιες ρατσιστικές συμπεριφορές, αλλά βάσει της ρητής υποχρέωσής τους, δυνάμει της ίδιας διάταξης, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρ. 2 παρ. 1 στοιχ. δ` και άρ. 6 της ίδιας Σύμβασης, οι αρμόδιες εθνικές δικαστικές και άλλες αρχές των συμβαλλόμενων κρατών πρέπει να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τις ποινικές και τις λοιπές διατάξεις που απαγορεύουν τέτοιου είδους συμπεριφορές[7].
Σημειώνεται ότι η έλλειψη αποτελεσματικής προστασίας κατά των διακρίσεων αντίκειται στην απαγόρευση των διακρίσεων, την αρχή του κράτους δικαίου και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αφετέρου οι θέσεις επί φυλετικών διαφοροποιήσεων, είτε αυτές παρουσιάζονται ως απλή έκφραση γνώμης είτε ως επιστημονικό πόρισμα, τυγχάνουν επιστημονικώς εσφαλμένες, ηθικώς καταδικαστέες και κοινωνικά άδικες και επικίνδυνες, και, επομένως, η υποστήριξη, η επίκληση και η διάδοση αυτών εκφεύγουν από την προστασία της επιστημονικής και της εν γένει ελευθερίας της έκφρασης και αποτελούν συμπεριφορές τις οποίες τα κράτη υποχρεούνται να κολάζουν ποινικά.
Δεδομένου ότι η προσπάθεια ποινικοποίησης των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας ενέχει τον κίνδυνο προσβολής του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης και της ακαδημαϊκής (επιστημονικής) ελευθερίας, το περιεχόμενο των σχετικών ποινικών τυποποιήσεων του Ν. 4285/2014 συναντά τα όριά του στα άρ. 10 παρ. 2,14 και 17 της ΕΣΔΑ, στα άρ. 11 και 13 του Χάρτη, στα άρ. 19 παρ. 2, 3 και 21 του ΔΣΑΠΔ και στα άρ. 5 παρ. 1, 2, 14, 16 παρ. 1 εδ. 2 και 25 παρ. 3 Συντ.
Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του Ν. 4285/2014, αφενός μεν πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και αυστηρά (βλ. επί του προϊσχύσαντος Ν. 927/1979 ΟλΑΠ 3/2010, ό.π.), αφετέρου δε κατά την εφαρμογή τους πρέπει να αποφεύγεται η ποινική απαξίωση εκδηλώσεων που θεωρούνται εντελώς απρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή προσώπου εξαιτίας των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους. Προς τούτο και σε αρμονία με το πνεύμα της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, κρίνεται σκόπιμο να ερευνάται η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται, τα οποία προσδιορίζονται με βάση τα ιδιαίτερα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, όπως η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία, οι γενεαλογικές καταβολές, η εθνική ή εθνοτική καταγωγή και η αναπηρία. Υπό το πρίσμα αυτό, οι διατάξεις του Ν. 4285/2014 πρέπει να ενεργοποιούνται μόνο σε περιπτώσεις ανοικτού ή κραυγαλέου ρατσιστικού λόγου και όχι σε περιπτώσεις συγκεκαλυμμένου ρατσιστικού λόγου[8] [9].
[1] (βλ. ΑιτΕκθ Ν. 4285/2014, στην ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων, σ. 12, σκ. 4, 7)
[2] (βλ. απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, Προοίμιο στ. 1, ΑιτΕκθ Ν. 4285/2014, ό.π., σ. 1, σκ. 2, Επιτροπή Ε.Κ., Πρόταση για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, COM [2001] 664 τελικό, Βρυξέλλες, 28.11.2001, σ. 2)
[3] (βλ. X. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του αντιρατσιστι- κούν. 4285/2014, Εισήγηση στο 12° Παν. Συν. της Ελλ. Ετ. Ποιν. Δικ., Αθήνα, 22-24.5.2015, […] [ΝοΒ 2016,209 επ.])
[4] βλ. Κ. Gelber, Speaking Back. The free speech versus hate speech debate, 2002, σ. 70 επ., ιδίως σ. 87, και A. Brown, Hate Speech Law. A Philosophical Examination, 2015, ιδίως σ. 49 επ., J. Waldron, The Harm in Hate Speech, 2012, ιδίως σ. 65 επ., για τη γενικότερη θεωρητική συζήτηση
[5] βλ. απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, Προοίμιο στ. 5 και 6, ΑιτΕκθ Ν. 4285/2014, ό.π., σ. 1, σκ. 3, 5
[6] βλ. ΑιτΕκθ Ν. 4285/2014, ό.π., σ. 1, σκ. 2,4
[7] βλ. σχετ. Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων [CERD], Comm. Αριθμ. 48/2010, ΤΒΒ Turkish Union in Berlin/Brandenburg v. Germany, 4.4.2013, σκ. 12.3, και Comm. Αριθμ. 34/2004, Gelle ν. Denmark, 6.3.2006, σκ. 7.2 και 7.3
[8] βλ. για τα ανωτέρω ΑιτΕκθ Ν. 4285/2014, ό.π., ο. 2, σκ. 6, όπως και X. Ανθόπουλου, 2001, ό.π., ο. 40, του ίδιου, 2000, ό.π., ο. 139-140, πρβλ. απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, Προοίμιο, στ. 15, που αναφέρεται σε «… ειδικούς κανόνες στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον καθορισμό ή τον περιορισμό της ευθύνης» και στ. 6, κατά το οποίο περιορίζεται στην καταπολέμηση «ιδιαίτερα σοβαρών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας», όπως και η ΑιτΕκθ Ν. 4285/2014 και Επιτροπή Ε.Κ., Πρόταση, COM [2001] 664 τελικό, ό.π., ο. 910, 18, η οποία αναφέρεται «στη βία ή στο μίσος, η οποία μπορεί να προκαλέσει ουσιαστική ζημία σε άτομα ή ομάδες» και ως προς την υποβάθμιση της σημασίας των εγκλημάτων, η οποία «πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα διατάραξης της δημόσιας ειρήνης λόγω της συγκεκριμένης συμπεριφοράς»)
[9] 2383/2015 ΠλημΡεθύμνης