Η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του. Παρέπεται, ότι περιεχόμενο της επικαρπίας είναι, εφόσον από την συστατική του πράξη δεν προκύπτει άλλο τι, η πλήρης, δηλαδή, καθολική άσκηση των εξουσιών της κυριότητος, η οποία εφεξής γίνεται ψιλή, ώστε δεν νοείται ψιλή κυριότητα επί του πράγματος χωρίς να υπάρχει δικαίωμα επικαρπίας διαφόρου προσώπου επί τούτου (ΑΠ 1050/2019, ΑΠ 1657/2001).
Η επικαρπία συνιστάται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία. Οι αντίστοιχες περί κτήσεως κυριότητος διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως. Ο κύριος ακινήτου μπορεί, μεταβιβάζοντάς το, για νόμιμη αιτία σε άλλον με συμβόλαιο μεταγεγραμμένο, να παρακρατήσει την επ’ αυτού επικαρπία υπέρ του εαυτού του ή υπέρ τρίτου ή υπέρ του εαυτού του και του τρίτου, οπότε η επικαρπία κτάται με το συμβόλαιο κατά τρόπο πρωτότυπο (ΑΠ 211/69, ΑΠ 205/1957). Στην περίπτωση αυτή δεν καταρτίζεται μια μοναδική δικαιοπραξία (με περιεχόμενο ότι ο κύριος παραχωρεί την ψιλή κυριότητα και παρακρατεί υπέρ αυτού την επικαρπία), αλλά δύο δικαιοπραξίες, αφ’ ενός η μεταβίβαση της κυριότητος στον αποκτώντα, αφ’ ετέρου η σύσταση από τον αποκτώντα επικαρπίας υπέρ του μεταβιβάσαντος (AΠ 294/2020).
Σχετικά με τη μεταβίβαση της επικαρπίας: από τις διατάξεις του άρθρου 1166 ΑΚ συνάγεται ότι, η μεταβίβαση της επικαρπίας με βάση τη συμφωνία των μερών με τη συστατική πράξη δεν θα πρέπει να είναι απεριόριστη, με την έννοια του επιτρεπτού των διαδοχικών μεταβιβάσεων. Με συσταλτική ερμηνεία του εδαφίου α` της ανωτέρω διάταξης θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μεταβίβαση είναι επιτρεπτή μια φορά σε τρίτο, οπότε μετά τον θάνατο του πρέπει να αποσβήνεται. Η ελευθερία απεριόριστης μεταβίβασης θα είχε ως συνέπεια την απογύμνωση της κυριότητας, η οποία όμως είναι αντίθετη στον σκοπό του νομοθέτη.
Έτσι, μπορεί να συμφωνηθεί να έχει αυτή και ο επικαρπωτής και ο κληρονόμος του ή να συμφωνηθεί ότι θα δικαιούται ο επικαρπωτής να κληροδοτήσει αυτήν στον κληρονόμο αυτού, οπότε έχει την κληρονομιά και ο κληρονόμος του επικαρπωτή. Αλλά σύσταση επικαρπίας, που θα μεταβαίνει σε όλους, επ` άπειρον, τους κληρονόμους του επικαρπωτή, δεν είναι δυνατή. Με τη συστατική της επικαρπίας πράξη είναι δυνατόν επίσης να ορισθεί ότι ο επικαρπωτής μπορεί να μεταβιβάσει εν ζωή το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας σε άλλον. Με τη μεταβίβαση στον τελευταίο της επικαρπίας, αυτός καθίσταται επικαρπωτής η δε επικαρπία αποσβήνεται με τον θάνατο τούτου και όχι του αρχικού επικαρπωτή. Δεν είναι δυνατό όμως να ορισθεί με τη συστατική της επικαρπίας πράξη, ότι η επικαρπία θα είναι περαιτέρω μεταβιβαστή και από αυτόν στον οποίο είχε μεταβιβαστεί από τον αρχικό επικαρπωτή και ούτω καθ` εξής επ` άπειρον, γιατί τούτο θα είχε ως συνέπεια την οριστική και μόνιμη πλέον απόσχιση των ωφελειών του πράγματος από τον κύριο, του οποίου η κυριότητα θα παρέμενε στο διηνεκές ως ψιλή κυριότητα, καθόσον έτσι θα απογυμνωνόταν εσαεί από τα κυριότερα ωφελήματά της, πράγμα, το οποίο θα αντέβαινε στην έννοια της κυριότητας, ως καθολικής εξουσίας επί του πράγματος (άρθρο 1000 ΑΚ), σύμφωνα με την οποία ο κύριος δικαιούται να απολαύσει όλες τις ωφέλειες του πράγματος [ΑΠ 45/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1374/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ Ηλείας 5/2023].