Η έννοια της αρμοδιότητας στο ποινικό δίκαιο συνίσταται στο ποσοστό δικαιοδοσίας των ποινικών δικαστηρίων να εκδικάσουν ορισμένα εγκλήματα[1]. Η δικαιοδοτική κατανομή των υποθέσεων γίνεται τόσο σε συνάρτηση με τη φύση των εγκλημάτων (καθ’ ύλην αρμοδιότητα) όσο και με τον τόπο τέλεσής τους (κατά τόπον αρμοδιότητα).
Καθ’ ύλην αρμοδιότητα: Ως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 118 ΚΠΔ την καθ’ύλην αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109-115 «την προσδιορίζει ο χαρακτήρας της πράξης από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του εισαγγελέα (στην περίπτωση της απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης)».
Στην περίπτωση των συναφών εγκλημάτων (άρθρο 128 ΚΠΔ: τελούμενα από 1. το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους 2. τη δράση πολλών που δεν είναι συναίτιοι στον ίδιο τόπο και χρόνο 3. από πολλούς εναντίον αλλήλων είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και 4. με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να συγκαλύψουν ένα από αυτά) η ανάκριση και η εκδίκαση γίνεται από το ίδιο δικαστήριο, αν δεν προκαλείται βλάβη (129 παρ. 1 ΚΠΔ).
Περιπτώσεις χωρισμού των συναφών εγκλημάτων:
-Όταν τα συναφή εγκλήματα υπάγονται άλλα στην τακτική ποινική δικαιοδοσία και άλλα στην ειδική, τότε κατά κανόνα χωρίζονται και καθένα δικάζεται από το δικαστήριο της αντίστοιχης δικαιοδοσίας[2].
-Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 129 παρ. 4, η παρ. 3 του άρθρου 130 ( αν κάποιος από αυτούς που συμμετείχαν στο έγκλημα είναι ανήλικος, η ποινική δίωξη γι’ αυτόν χωρίζεται και ο ανήλικος δικάζεται από το δικαστή ανηλίκων) εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις συνάφειας
Αναρμοδιότητα
Η καθ’ύλην αρμοδιότητα ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης. Σε ενδεχόμενη συνδρομή αυτής γίνεται παραπομπή στο αντίστοιχο αρμόδιο δικαστήριο, ενώ αν διαπιστωθεί ότι η πράξη συνιστά κακούργημα, η παραπομπή γίνεται στον Εισαγγελέα, ο οποίος παραγγέλει κύρια ανάκριση. Η τελευταία αυτή παραπομπή δε λαμβάνει χώρα όταν έχει ήδη διενεργηθεί κύρια ανάκριση ή ο χαρακτήρας της πράξεως ως κακούργημα προέκυψε από αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο (120 ΚΠΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 121 το δικαστήριο που δικάζει την έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό ήταν αναρμόδιο, επειδή το έγκλημα υπαγόταν σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την υπόθεση στην ουσία (502 παρ. 3) .
-Εάν το δευτεροβάθμιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό, ακυρώνει την απόφαση, κρατεί και δικάζει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό.
Κατά τόπον αρμοδιότητα:
Η κατά τόπον αρμοδιότητα προσδιορίζεται εν γένει από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη (αρ. 122 παρ. 1 ΚΠΔ) και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον εισαγγελέα κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, το δικαστικό συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και το δικαστήριο και β) με την προβολή ένστασης αναρμοδιότητας εκ μέρους του εισαγγελέα και των διαδίκων μόνο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο (αρ. 126 παρ. 1ΚΠΔ). Σε περίπτωση που η εν λόγω ένσταση προταθεί μετά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, θα απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ομοίως, δεν δύναται να υποβληθεί κατά τόπον δικαστήριο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκτός, εκτός κι αν ο κατηγορούμενος είχε δικαστεί πρωτοδίκως ερήμην λόγω μη κλήτευσης ή μη νόμιμης κλήτευσης.
Σε περίπτωση που διαπιστωθεί τοπική αναρμοδιότητα κατά το άρθρο 126 παρ. 1 γίνεται παραπομπή στον αρμόδιο εισαγγελέα ή δικαστήριο.
Πολύ σημαντικό είναι ότι οι εκθέσεις και τα άλλα έγγραφα που συντάχθηκαν νομότυπα κατά την προδικασία και την κύρια διαδικασία από αναρμόδιο δικαστή ή ανακριτικό υπάλληλο διατηρούν την εγκυρότητά τους. Τα εντάλματα για προσωρινή κράτηση ισχύουν ως εντάλματα σύλληψης. Ο κατ’οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή οι περιοριστικοί όροι που έχουν επιβληθεί διατηρούνται μέχρι να αποφανθεί το αρμόδιο δικαστικό όργανο (άρθρο 127 ΚΠΔ).
[1] Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο,1998, σελ. 156 επ.
[2] Γάφος, Ποινική Δικονομία σελ. 81